κοιλίαι

κοιλίαι
κοιλία
cavity of the body
fem nom/voc pl
κοιλίᾱͅ , κοιλία
cavity of the body
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοιλίᾳ — κοιλίαι , κοιλία cavity of the body fem nom/voc pl κοιλίᾱͅ , κοιλία cavity of the body fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

  • καθυγραίνω — (AM καθυγραίνω) [κάθυγρος] υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.) μσν. μέσ. καθυγραίνομαι σβήνω τη δίψα κάποιου αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • λειεντεριώδης — λειεντεριώδης, ῶδες [λειεντερία] (Α) αυτός που πάσχει από λειεντερία («λειεντεριώδεις κοιλίαι», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • συντετραίνω — και συντίτρημι Α 1. (ιδίως σχετικά με δοχεία ή κοιλότητες) συνδέω δια μέσου οπής 2. (το μέσ.) συντετραίνομαι επικοινωνώ, συνδέομαι (α. «εἰς ὅv ἡ θάλασσα συνετέτρητο», Πλάτ. β. «συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.) 3. μτφ. αφήνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”